συνδεόμενα

συνδεόμενα
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp neut nom/voc/acc pl
συνδέομαι
join in entreating
pres part mp neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέομαι
join in entreating
pres part mid neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέω
bind
pres part mp neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic)
συνδέω
bind
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …   Dictionary of Greek

  • λατυποπαγής — ές (πετρογρ.) 1. αυτός που αποτελείται από λατύπες 2. το ουδ. ως ουσ. το λατυποπαγές λιθοποιημένο ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από λατύπες, δηλ. από γωνιώδη θραύσματα προϋπαρχόντων πετρωμάτων συνδεόμενα μεταξύ τους με μια λεπτόκοκκη… …   Dictionary of Greek

  • λαυριακός — ή, ό 1. λαυρεωτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (ιστ.) τα Λαυριακά γεγονότα συνδεόμενα με την εκμετάλλευση τών μεταλλείων τού Λαυρίου που συνέβησαν κατά την περίοδο 1869 1875, συγκλόνισαν την ελληνική πολιτική ζωή και την κοινή γνώμη και… …   Dictionary of Greek

  • οικογενειακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην οικογένεια (α. «οικογενειακά βάρη» κάθε είδους δαπάνες που γίνονται για τη συντήρηση τών μελών μιας οικογένειας β. «οικογενειακή εστία») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οικογενειακά οι υποθέσεις… …   Dictionary of Greek

  • πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με …   Dictionary of Greek

  • φράτρα — και φάτρα και ιων. τ. φρήτρη και φήτρη και δωρ. τ. πάτρα, ἡ, Α 1. (με πολιτική σημ.) αδελφότητα 2. (κατά τους ηρωικούς χρόνους) γένος, φυλή («κρῖν ἄνδρας... κατὰ φρήτρας, ὡς φρήτρη φρήτρῃφιν ἀρήγῃ», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τους ιστορικούς χρόνους)… …   Dictionary of Greek

  • Βουκουρέστι — (ρουμ. Bucuresti). Πόλη (2.016.131 κάτ. το 1998) και πρωτεύουσα της Ρουμανίας, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Πιο συγκεκριμένα, βρίσκεται στην πεδιάδα της Βλαχίας, μεταξύ του Δούναβη στα Ν και των Καρπαθίων στα Β, στις όχθες του ποταμού… …   Dictionary of Greek

  • Μαζινό, Αντρέ — (Andre Maginot, Παρίσι 1877 – 1932). Γάλλος πολιτικός. Συμμετείχε σε πολλές κυβερνήσεις της Γαλλίας, αναλαμβάνοντας διάφορα υπουργεία. Ως υπουργός Στρατιωτικών υποστήριξε την ανάγκη δημιουργίας ισχυρής οχυρωματικής γραμμής κατά μήκος της γαλλικής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”